- μαθητάριο(ν)
- τό1) маленький школьник; 2) ученик (на производстве)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαθητάριο — το μαθητούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek